ανάπαλος

ανάπαλος
η , ο очень мягкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανάπαλος" в других словарях:

  • ανάπαλος — (I) η, ο 1. απαλός, μαλακός 2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης β) ανίκανος, αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + απαλός]. (II) ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω] 1. η ανάπαλση* 2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία …   Dictionary of Greek

  • ἀνάπαλος — ἄμπαλος fresh casting of lots. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»